παρατειχίζω

παρατειχίζω
ΝΜ
1. (μτβ.) περιβάλλω κάτι με τείχος, κτίζω τείχος πλησίον άλλου καί παράλληλα πρός αυτό
2. (αμτβ.) ιδρύω τείχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρατειχίζοντες — παρατειχίζω fortify besides pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατειχίσαντες — παρατειχίζω fortify besides aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατείχισμα — τὸ, Α [παρατειχίζω] τείχος που κτίστηκε κοντά και παράλληλα σε κάτι («ἤν μή τις τὸ παρατείχισμα τοῡτο πολλῇ στρατιᾷ ἐπελθών ἕλη», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”